Έβγαλα το στυλό που συγκρατούσε ψηλά τα μαλλιά μου και κείνα μη χάνοντας ευκαιρία πέσανε ζεστά κύματα πάνω στους ώμους μου που είχε παγώσει η βραδινή ατμόσφαιρα. Παραμέρισα με τα δάχτυλά μου όσες τούφες κάλυπταν τα μάτια μου και αντίκρισα ξανά μπροστά μου τη θάλασσα. Το γαλάζιο καταφύγιο της ψυχής μου που είχε πια σκουρύνει αντιγράφοντας τον ουράνιο θόλο από πάνω του.
Το αεράκι που δεν σταμάτησε διόλου όλη μέρα, ακόμη τη χάιδευε κι εκείνη ανατρίχιαζε κάθε τόσο, ταραζόταν, άφριζε και ξεσπούσε την ηδονή της στα βράχια. Εκείνα την καλωσόριζαν για δευτερόλεπτα, αντάλλασσαν φιλί και αγκαλιά στα κλεφτά και ύστερα την έδιωχναν.
Πόσο τα ζήλευα τα βράχια!
Πόσο ήθελα να φιλήσω κι εγώ τη θάλασσα και να χωθώ στην αγκαλιά της! Έβγαλα τα πέδιλά μου και άρχισα να ακροβατώ στους βράχους μέχρι να τη φτάσω. Ένιωθα τα πέλματά μου να πονούν κάτω απ' την τραχιά επιφάνεια αλλά λίγο με απασχολούσε. Ο παφλασμός γινόταν όλο και πιο δυνατός και η καρδιά μου χοροπηδούσε στο στήθος μου.
Φτάνοντας βούτηξα ανυπόμονα τα πόδια μου στο κρύο νερό και η θερμοκρασία του δρόσισε όλο μου το σώμα. Κι έτσι έμεινα. Να το κοιτάω να έρχεται, να φεύγει, να φιλάει τα γυμνά μου πόδια, να σκαρφαλώνει πιο ψηλά, να βρέχει το φόρεμά μου, οι πετρούλες που το συντρόφευαν να φωλιάζουν στα δάχτυλά μου.
"Πάω στοίχημα ότι δεν τολμάς να μπεις ολόκληρη!" είπε μια φίλη μου.
Δεν την κοίταξα, μόνο αναστέναξα και χαμογέλασα πριν απλώσω τα χέρια μου ψηλά και βγάλω το μισοβρεγμένο φουστάνι.
Κι έτσι με τα εσώρουχα έπεσα στην αγκαλιά της θάλασσας. Για το κρύο αδιαφόρησα. Μια αναπνοή έφτανε και γω είχα κάνει επιτέλους για μια φορά αυτό που πραγματικά ήθελα.
υγ. Η φωτογραφία τραβηγμένη από το σημείο της βουτιάς...
Το αεράκι που δεν σταμάτησε διόλου όλη μέρα, ακόμη τη χάιδευε κι εκείνη ανατρίχιαζε κάθε τόσο, ταραζόταν, άφριζε και ξεσπούσε την ηδονή της στα βράχια. Εκείνα την καλωσόριζαν για δευτερόλεπτα, αντάλλασσαν φιλί και αγκαλιά στα κλεφτά και ύστερα την έδιωχναν.
Πόσο τα ζήλευα τα βράχια!
Πόσο ήθελα να φιλήσω κι εγώ τη θάλασσα και να χωθώ στην αγκαλιά της! Έβγαλα τα πέδιλά μου και άρχισα να ακροβατώ στους βράχους μέχρι να τη φτάσω. Ένιωθα τα πέλματά μου να πονούν κάτω απ' την τραχιά επιφάνεια αλλά λίγο με απασχολούσε. Ο παφλασμός γινόταν όλο και πιο δυνατός και η καρδιά μου χοροπηδούσε στο στήθος μου.
Φτάνοντας βούτηξα ανυπόμονα τα πόδια μου στο κρύο νερό και η θερμοκρασία του δρόσισε όλο μου το σώμα. Κι έτσι έμεινα. Να το κοιτάω να έρχεται, να φεύγει, να φιλάει τα γυμνά μου πόδια, να σκαρφαλώνει πιο ψηλά, να βρέχει το φόρεμά μου, οι πετρούλες που το συντρόφευαν να φωλιάζουν στα δάχτυλά μου.
"Πάω στοίχημα ότι δεν τολμάς να μπεις ολόκληρη!" είπε μια φίλη μου.
Δεν την κοίταξα, μόνο αναστέναξα και χαμογέλασα πριν απλώσω τα χέρια μου ψηλά και βγάλω το μισοβρεγμένο φουστάνι.
Κι έτσι με τα εσώρουχα έπεσα στην αγκαλιά της θάλασσας. Για το κρύο αδιαφόρησα. Μια αναπνοή έφτανε και γω είχα κάνει επιτέλους για μια φορά αυτό που πραγματικά ήθελα.
υγ. Η φωτογραφία τραβηγμένη από το σημείο της βουτιάς...