Δευτέρα 29 Νοεμβρίου 2010

~Θα είμαι μαζί σου~

    Τα χέρια της έτρεμαν όταν πήρε το γράμμα στα χέρια της. Κάθε φορά έτρεμαν καθιστώντας τη ανήμπορη να ανοίξει το φάκελο. Εφτά χρόνια είχαν περάσει που, σαν σήμερα, τον αποχαιρετούσε στο λιμάνι. 
"Πρέπει να φύγω το ξέρεις, μη μου στενοχωριέσαι. Θα γυρίσω πλούσιος, θα παντρευτούμε και θα σε εχω βασίλισσα πάνω από το κεφάλι μου. Ό,τι θέλεις στα πόδια σου θα το έχεις." 
"Εγώ θέλω εσένα", του είχε πει με βουρκωμένα μάτια, "μη φύγεις, θα τα βγάλουμε πέρα μαζί, θα δουλέψουμε και οι δυο αν είναι ανάγκη. Μείνε μαζί μου αγάπη μου." 
Τώρα και τα δικά του μάτια ήταν υγρά, αλλά ο εγωισμός του τον έκανε ανένδοτο. Άπλωσε το χέρι του και τη χάιδεψε τρυφερά στο μάγουλο. Αφέθηκε και κείνη στο χάδι του και άφησε ελεύθερα τα δάκρυά της να κυλήσουν. Νιώθωντάς τα στα δάχτυλά του την τράβηξε κοντά του και την αγκάλιασε σφιχτά. Εκείνη άρχισε να κλαίει με λυγμούς και του ψέλλιζε: "Αντρέα μη φύγεις... μη φύγεις..." 
"Σσσς... Θα είμαι μαζί σου" της είπε χαϊδεύοντάς της τα μαλλιά για να ηρεμήσει. Και έφυγε. Δεν γύρισε να την κοιτάξει για να μην δει τα δικά του δάκρυα. Ύστερα από πέντε μέρες έλαβε το πρώτο του γράμμα.  


Και έτσι έκλεινε όλα του τα γράμματα. "... Είμαι μαζί σου" της έλεγε και εκείνη έπαιρνε δύναμη και χαμογελούσε μέσα από τα δάκρυα της. 
    Τώρα έσφιγγε το γράμμα του στο στήθος της και παρακαλούσε από μέσα της να είναι εκείνο που επιτέλους θα της έφερνε την είδηση του γυρισμού του. Αντί γι αυτό όμως ανοίγοντας το φάκελο αυτό που βρήκε ήταν ένα πεζό ποίημα. Το διάβασε και έβαλε τα κλάματα. Δεν μπορούσε να το εξηγήσει αλλά αυτές του οι λιγοστές λέξεις έδειχναν να έχουν μια βαθύτερη σημασία. Δεν ήταν όπως κάθε γράμμα που της έγραφε τα προβλήματα του, ή τον πόθο που έκαιγε για κείνη στην καρδιά του. Ένιωσε ξαφνικά αποκομμένη από κείνον και παρακαλούσε να μπορούσε να του στείλει κι εκείνη ένα γράμμα, να σιγουρευτεί ότι είναι καλά, να μάθει αν συνέβη κάτι. Να διώξει από την καρδιά της το άσχημο προαίσθημα που την έπνιγε. 
    Άνοιξε το ραδιόφωνο μήπως και την ηρεμήσει η μουσική. 
Έφυγες νωρίς, ούτε που πρόλαβα να αρχίσω. Έφυγες νωρίς... 
δεν άντεξε και άλλαξε απευθείας σταθμό. Ο επόμενος είχε ειδήσεις οπότε πήγε κι αυτόν να τον αλλάξει. 

...βούλιαξε στην είσοδο του Αμβρακικού κόλπου... 
άνοιξε απότομα τη φωνή και με κομμένη την ανάσα συνέχισε να ακούει. 
...χθες βράδυ ώρα 10μ. κατά την έξοδο του. Στάλθηκε αμέσως βοήθεια στο πλοίο της εμπορικής τοπικής γραμμής και οι περισσότεροι διασώθηκαν. Δυστυχώς 3 άντρες που βρίσκονταν στο αμπάρι του πλοίου εγκλωβίστηκαν και δεν κατάφεραν να βγουν. Οι ακόλουθοι θανόντες ονομάζονται: Γρηγόρης Πλακενης, Στέφανος Ορφανός και Αντρέας Χριστόπουλος. 
Στο άκουσμα του ονόματός του ένιωσε να χάνει τη γη κάτω απ' τα πόδια της. Σταδιακά το σώμα της μούδιασε και πριν το καταλάβει είχαν όλα μαυρίσει γύρω της. Ένιωσε να βυθίζεται απότομα και δεν μπορούσε να ανοίξει τα μάτια της. Ξαφνικά τον άκουσε. "θα είμαι μαζί σου" της έλεγε και με κείνη τη φράση βρήκε τις αισθήσεις της. 
    Σηκώθηκε γρήγορα, ντύθηκε και έφυγε. Πρώτη φορά έτρεχε τόσο γρήγορα. Τα δάκρυα που κυλούσαν απ τα μάτια της δεν προλάβαιναν να μείνουν στο πρόσωπο της παρά ταξίδευαν στον αέρα που σήκωνε η Ζωή στο διάβα της. Φτάνοντας στην προκυμαία δεν άντεξε το βάρος των συναισθημάτων της και γονάτισε. Έβγαλε το γράμμα από την τσέπη της και αφού το διάβασε μια τελευταία φορά, το πέταξε στη θάλασσα και έμεινε να το κοιτάει, να ρουφάει σιγά σιγά το νερό και να βουλιάζει και κείνο. 


~
*

Σάββατο 27 Νοεμβρίου 2010

Φυλακισμένη και διαβάζω...

Το ίδιο το βιβλίο
λέτορας πάντα ενεργός
Από την πρώτη σου σελίδα
μέχρι και το πέρας

Συναισθήματα δικά μου και σκέψεις
να αναμοχλεύεις και να δημιουργείς
Κινηματογραφικά στο μυαλό να ζωντανεύουν

Δημαγωγός μου
και γω να χάνω τον εαυτό μου μέσα σου
Προσπαθώντας να σταματήσω

Δε μ' αφήνεις
Δεμένα τα μάτια μου στις λέξεις σου
Δεσμευμένη η φαντασία
...και διαβάζω...

Παρασκευή 19 Νοεμβρίου 2010

~Το ρόδι~


Ξερίζωσε ένα ρόδι και χτυπώντας το σε μία πέτρα το έσπασε στη μέση. Το ζουμί σαν αίμα έσταξε γλυκόπικρο, μόλις έσπασε. Εκείνη τη ροδιά την κοιτούσε καιρό τώρα, ήταν το μόνο δέντρο άλλωστε που περνούσε το ύψος της μάντρας της φυλακής και άφηνε τους φυλακισμένους να παίρνουν μια θύμηση ελευθερίας. 
Κάθε που έβγαινε στο προαύλιο κοιτούσε εκεί, πως φούντωνε και ψηλώνε η ροδιά. Κάθε που έβγαζε καρπούς αναστέναζε σκεφτόμενος πως άλλος ένας χειμώνας έφτασε και τον βρήκε εκεί, καθώς μετρούσε τα χρόνια και σκεφτόταν την πρώτη εκείνη μέρα που άνοιξε μπροστά του η τεράστια, μεταλλική ράμπα και τον έκλεισε μέσα της. 

ΕΓΚΛΗΜΑ ΠΑΘΟΥΣ του κατηγόρησαν όταν τη βρήκαν στραγγαλισμένη πλάι του. 

"Η έντονη πίεση στο λαιμό αυξάνει την αίσθηση του οργασμού..." 
έτσι του είχε πει κοιτάζοντας τον όλο πονηριά και αρχίζοντας να τον φιλάει στο λαιμό και να δένει τα χέρια της γύρω του και σιγά σιγά να τον σφίγγει ενώ εκείνος αναστέναζε ηδονικά. 
"η σειρά σου" του είπε ύστερα και τεντώθηκε από κάτω του τείνοντας του το λαιμό της. 
Εκείνος σαν άγριο θηρίο έπεσε και χωρίς δεύτερη σκέψη έκανε ότι και αυτή μόνο που δεν σταμάτησε. Τα χέρια του έσφιγγαν όλο και περισσότερο το λευκό της λαιμό. 
Αφήνοντας τη μόνο κατάλαβε τι είχε κάνει. Αμέσως κάλεσε την αστυνομία και κλαίγοντας που σκότωσε τη γυναίκα που αγαπούσε πέρασε την πύλη της φυλακής χωρίς να φωνάξει, χωρίς να παρακαλέσει για επιείκεια. 
Σήμερα έπειτα από 5 χρόνια, καλής διαγωγής και μεταμέλειας με αποχαιρετούσε. 
"Είσαι πολύ καλός άνθρωπος για να σαι αστυνομικός"
μου ψιθύρισε περνώντας από μπροστά μου. 
"Αν δεν υπήρχαν άνθρωποι σαν κι εμένα, δεν θα έβαιναν άνθρωποι σαν εσένα τώρα από δω. Οι περισσότεροι εγκληματίες γεννιούνται στην φυλακή." 
Με κοίταξε και φάνηκε να συμφωνεί. 

"Κοίτα πως λάμπουν οι σπόροι στον ήλιο!" 
μου είπε κρατώντας το ρόδι ακόμη ανοιχτό στις παλάμες του, 
"ανοίγουν φωτεινά μάτια και κλαίνε από συγκίνηση νιώθοντας τις αχτίδες να τα χαϊδεύουν και αντικρίζοντας τον κόσμο όλο... καταλαβαίνεις τι θέλω να πω;" 
"Απόλυτα" του απάντησα κοιτάζοντάς τον. 
Σαν το ρόδι και κείνος, μόλις άφησε την πόρτα της φυλακής πίσω του, άνοιξε τα μάτια σου σε ένα καινούριο κόσμο, φωτεινό. 
~
*

Τρίτη 16 Νοεμβρίου 2010

Travelin


Feelin' your eyes' embrace
I travel in disquise
for your heart to see
the true me inside

Searching for your hands
in this dreadful world
my own cave to hide
in this very end; is you!



(if only I knew how to play the quitar...)

Παρασκευή 12 Νοεμβρίου 2010

«Τ’ αστέρια του ουρανού.»

    Τι λες σε ένα μικρό παιδί, που σου ζητά να του κατεβάσεις ένα αστέρι; Αρχικά λες ότι δεν φτάνεις, ότι τ’ αστέρια είναι πολύ ψηλά, δίπλα στο Θεό. Εκείνο τότε σταματά για λίγο, μα μετά αναρωτιέται με περισσότερη περιέργεια:
«Γιατί δε μου δίνει ο Θεός ένα αστεράκι;»
Τώρα τι μπορείς να πεις;
      Τις προάλλες, βρέθηκα στην ίδια θέση. Η μικρή μου αδερφή με βουρκωμένα μάτια, με ρωτούσε:
     «Γιατί δε μου δίνει ο Θεός ένα αστεράκι;»
Χωρίς να το σκεφτώ πολύ, της απάντησα:
     «Κοίτα τ’ αστέρια. Πάνω σε κάθε αστέρι ζει κι ένας άνθρωπος που έχει φύγει από κοντά μας και τον αγαπούσαμε πολύ. Όταν πέφτει ένα αστέρι, σημαίνει πως κάποιος, κάπου, πεθαίνει. Εκείνο, παίρνει την ψυχή του και ανεβαίνει ξανά πάνω, στον ουρανό.
     »Άδειο αστέρι δεν υπάρχει, είναι το σπίτι όσων έφυγαν από τη ζωή και δεν μπορούν πια να μείνουν στη γη. Κάθε αστέρι και μία ψυχή, που κοιτάζει από ψηλά τα αγαπημένα πρόσωπα που άφησε πίσω.
     »Θα ήθελες να μείνει κάποιος χωρίς σπίτι;» τη ρώτησα τελειώνοντας.
     «Όχι », μου απάντησε χωρίς δεύτερη σκέψη. Φαίνεται είχε ακούσει και σκεφτεί όλα όσα της είπα.
     Εγώ βέβαια, μπορεί απλά να προσπαθούσα να της λύσω την απορία, δίνοντας της μα παραμυθένια απάντηση, αλλά εκείνη το πίστεψε και σταμάτησε να ζητά αστέρι απ’ το Θεό. Πάντως, νομίζω πως αυτή την απάντηση την έδωσα και στον εαυτό μου. Όχι επειδή ήθελα τ’ αστέρια του ουρανού, αλλά επειδή ήθελα να σιγουρευτώ, πως ο παππούς μου, που έφυγε πριν τέσσερα χρόνια, είναι καλά. Ζει σ’ ένα λαμπερό αστέρι και μας κοιτάζει χαμογελώντας…
     Κοιτάζω τ’ αστέρια, τον ψάχνω στο νυχτερινό, ξάστερο ουρανό. Έχει ψύχρα αλλά δεν μπαίνω μέσα, απλά συνεχίζω το ψάξιμο μέχρι να βρω τον παππού μου.

Δευτέρα 8 Νοεμβρίου 2010

~Φιλήδονη νεράιδα~

Βγήκε σκυφτός από το καφενείο του χωριού και κατηφόρισε μόνος προς το σπίτι. Τα κλειδιά χτυπούσαν μέσα στην τσέπη του παλιού σακακιού του σε κάθε βήμα. Περπατούσε βαριά και νωχελικά και οποίος δεν ήξερε, βλέποντάς τον θα ορκιζόταν πως ο Σταύρος είχε περάσει μια πολύ κουραστική μέρα. Δεν υπήρχε όμως κάτοικος στο χωριό που να μην γνωρίζει την ιστορία του.
Τρία χρόνια τώρα, από τότε που έχασε την γυναίκα του ο Σταύρος είχε παρατήσει τα πάντα. Δεν δούλευε πια και το χωράφι του, που κάποτε ήταν γεμάτο από φρούτα και λαχανικά, τώρα έστεκε βρώμικο και απεριποίητο, με ελάχιστα λαχανικά να σαπίζουν και να γίνονται ένα με το χώμα. Πέρναγε όλη του τη μέρα στο ετοιμόρροπο καφενείο όπου μαζεύονταν και οι υπόλοιποι άντρες και έπινε, κάπνιζε, ό,τι τέλος πάντων του είχε απαγορεύσει ο ιατρός να κάνει.
"Ο Σταύρος από τότε που έχασε τη γυναίκα του παράτησε την ίδια του τη ζωή" , έτσι έλεγαν όλοι βλέποντας τον κάθε μέρα όταν περπατώντας έτσι σκυφτά, γυρνούσε σπίτι. Φτάνοντας, άνοιξε αργά αργά την πόρτα, μπήκε μέσα και ανάσανε με ανακούφιση. Δεν άντεχε άλλο να διαβάζει τον οίκτο σε κάθε πρόσωπο που τον κοιτούσε, ήθελε να εξαφανιστεί και να μην ασχοληθεί ποτέ κανείς ξανά μαζί του.
Μόνο εδώ στο σπίτι του έβρισκε ηρεμία. Μόνο εδώ ξεχνούσε το λόγο που έκανε τους άλλους να τον λυπούνται, γιατί εδώ η γυναίκα του ζούσε. Η Άννα ήταν μαζί του, τόσο όμορφη όσο ήταν στην πρώτη τους γνωριμία πριν 15 χρόνια και με το βλέμμα της γεμάτο ερωτικές υποσχέσεις. Με τη σκέψη της στο νου του ο Σταύρος άναψε ανυπόμονα  φωτιά.
Οι φλόγες δεν άργησαν να αγκαλιάσουν το ξύλο και να θεριέψουν. Ένα στρώμα γαλάζιο από οινόπνευμα βγαλμένο, ηφαίστεια που τα καυσόξυλα σχηματίζουν, βαμμένα με λάβα που βράζει φωτιά και στάχτες που οδηγούν τα αθώα μάτια σε μαύρη άβυσσο. Εκείνος πονηρός όμως κοιτούσε με πόθο τη φωτιά...

Το βλέμμα του καθρέφτιζε τις κιτρινοκόκκινες γλώσσες να τρεμοπαίζουν χωρίς σταματημό. Ξάφνου άνοιξαν πύρινες πόρτες και μορφή από φωτιά σμιλεμένη εμφανίστηκε. Ξανθιά μάγισσα στα κόκκινα ντυμένη που άρχισε να λικνίζεται στο ρυθμό της φωτιάς που την περιέβαλε. Εκείνος δεν μπορούσε να ξεκολλήσει τα μάτια του από πάνω της. Το αίμα έβραζε από διέγερση μέσα του και το μυαλό του γέμιζε από εικόνες γλυκιάς, αμαρτωλής ηδονής και υπέροχων αναμνήσεων. Έχανε τον εαυτό του στις καμπύλες του κορμιού της που χόρευαν χωρίς σταματημό και ήθελε όσο τίποτε άλλο να απλώσει τα χέρια του να την κλείσει στη δική του αγκαλιά.
"Άννα..." η φωνή του ήταν σπασμένη καθώς τη φώναξε. Η οπτασία μπροστά του χαμογέλασε γλυκά στο άκουσμα του ονόματος "εδώ είμαι αγάπη μου, μαζί σου" Η φωνή της χαμηλή αισθησιακή, έκανε την καρδιά του να σκιρτά, όπως τότε.
Νεράιδα ντυμένη της λαγνείας είχε εμφανιστεί στο πανηγύρι του χωριού για της αποκριές και βάλθηκε να χορεύει με φόντο τη φωτιά στη μέση της πλατείας. Πάντα ήθελε να τραβάει τα βλέμματα όλων, ιδιαίτερα των αντρών. Μα εκείνη τη μέρα ο Σταύρος το ένιωθε, ήταν μόνο για κείνον. Ένα με τη φωτιά γινόταν το κορμί της, έτοιμο να παραδοθεί στα χέρια του. Εκείνη τη νύχτα την έκανε δική του σε πάλη καυτού ιδρώτα. Μια εβδομάδα αργότερα γυναίκα του για πάντα. Δεν υπολόγισε όμως τη φωτιά.
Στην Άννα πάντα άρεσε να παίζει μαζί της, γέμιζε το σπίτι με αναμένα κεριά και χόρευε ανάμεσα στις μικρές φλόγες που αντί να σβήνουν μεγάλωναν προκλητικά να την κλείσουν μέσα τους. Μέχρι που τα κατάφεραν. Δύο εβδομάδες το πολύ είχαν περάσει από το γάμο τους όταν ένα βράδυ ο Σταύρος γύρισε σπίτι από το χωράφι και την είδε να χορεύει ανάμεσα σε δεκάδες κεριά, μεθυσμένη.
"Τρελάθηκες πια; θα βάλεις καμία φωτιά στο τέλος!"
εκείνη πήγε κοντά του και τον αγκάλιασε, άρχισε να τον φιλάει στο λαιμό και παράλληλα χόρευε και έδενε τα άκρα της γύρω του.
"Σε θέλω." του ψιθύρισε.
"Μάγισσα..."
μόνο αυτό πρόλαβε να της πει και την ξάπλωσε εκεί, ανάμεσα στα αναμμένα κεριά, βουβούς θεατές του έρωτα τους. Ξύπνησε στο κρεβάτι του γυμνός χωρίς εκείνη και σηκώθηκε μεμιάς να την ψάξει. Μπαίνοντας στο σαλόνι τον παρέλυσε το θέαμα που αντίκρισε. Η Άννα κίτονταν στη μέση του δωματίου και γύρω της φυλακή είχε φτιάξει η φωτιά. Μόλις βρήκε τη φωνή του άρχισε να της φωνάζει να σηκωθεί μα τίποτα, δεν τον άκουγε, δεν κινούνταν. Έτρεξε μέσα από τη φωτιά και την έβγαλε από το σπίτι στην αγκαλιά του φωνάζοντας της ακόμη για να συνέλθει. Τίποτα. Η Άννα είχε φύγει και δεν θα γύριζε ποτέ πίσω.
Κι όμως δύο μέρες τώρα γύριζε. Κάθε βράδυ όταν ο Σταύρος άναβε το τζάκι που στη μνήμη της έχτισε εκείνη ερχόταν, χορεύοντας μέσα από τις φλόγες. Κάθε βράδυ έκαναν έρωτα νοερά μέσα από αυτόν τον αισθησιακό της χορό.
"πάρε με μαζί σου" της ψιθύρισε ένα βράδυ μόλις έκανε να φύγει καθώς έσβηνε η φωτιά.
"Είσαι σίγουρος;" του είπε κοιτώντας τον στα μάτια. Εκείνος δεν απάντησε παρά άπλωσε τα χέρια του και έκλεισε την πύρινη μορφή της μέσα στην αγκαλιά του.
"Για πάντα μαζί" ψιθύρισε και αφέθηκε να τον τυλίξουν οι φλόγες.

~
*

Πέμπτη 4 Νοεμβρίου 2010

Mahatma Gandhi


Κραυγές και Ψίθυροι.
 Μια μέρα, ένας σοφός Ινδός έκανε την παρακάτω ερώτηση στους μαθητές του:
-"Γιατί οι άνθρωποι ουρλιάζουν όταν εξοργίζονται;"
-"Γιατί χάνουν την ηρεμία τους" απάντησε ο ένας.
-"Μα γιατί πρέπει να ξεφωνίζουν παρότι ο άλλος βρίσκεται δίπλα τους;" ξαναρωτά ο σοφός.
-"Ξεφωνίζουμε, όταν θέλουμε να μας ακούσει ο άλλος" είπε ένας άλλος μαθητής Και ο δάσκαλος επανήλθε στην ερώτηση: "Μα τότε δεν είναι δυνατόν να του μιλήσει με χαμηλή φωνή;
Διάφορες απαντήσεις δόθηκαν αλλά.. καμμιά δεν ικανοποίησε τον δάσκαλο..
"Ξέρετε γιατί ουρλιάζουμε κυριολεκτικά όταν είμαστε θυμωμένοι;
Γιατί όταν θυμώνουν δυό άνθρωποι, οι καρδιές τους απομακρύνονται πολύ..  και για να μπορέσει ο ένας να ακούσει τον άλλο θα πρέπει να φωνάξει δυνατά,  για να καλύψει την απόσταση.. 
Όσο πιο οργισμένοι είναι, τόσο πιό δυνατά θα πρέπει να φωνάξουν για ν'ακουστούν.

Ενώ αντίθετα τι συμβαίνει όταν είναι ερωτευμένοι;
Δεν έχουν ανάγκη να ξεφωνήσουν, κάθε άλλο, μιλούν σιγανά και τρυφερά..
Γιατί; Επειδή οι καρδιές τους είναι πολύ πολύ κοντά. Η απόσταση μεταξύ τους είναι ελάχιστη. Μερικές φορές είναι τόσο κοντά που δεν χρειάζεται ούτε καν να μιλήσουν... παρά μονάχα ψιθυρίζουν.
Και όταν η αγάπη τους είναι πολύ δυνατή δεν είναι αναγκαίο ούτε καν να μιλήσουν, τους αρκεί να κοιταχθούν.
 Έτσι συμβαίνει όταν δυό άνθρωποι που αγαπιούνται  πλησιάζουν ο ένας προς τον άλλον.

Στο τέλος ο Σοφός είπε συμπερασματικά:
"Οταν συζητάτε μην αφήνετε τις καρδιές σας να απομακρυνθούν, μην λέτε λόγια που σας απομακραίνουν, γιατί θα φτάσει μια μέρα που η απόσταση θα γίνει τόσο μεγάλη που δεν θα βρίσκουν πιά τα λόγια σας το δρόμο του γυρισμού"