Πέμπτη 21 Οκτωβρίου 2010

Όλα όσα ήθελα

Τα χείλη σου να ενώνονται με τα δικά μου, 
η γεύση σου γεύση να μου μένει. 
Το σώμα μου να κλείνεται στο δικό σου 
και συ να με χαϊδεύεις απαλά, 
αναστεναγμοί απόλαυσης που κρύβω 
κάτω από μια βαριά ανάσα, 
ρίγη που διαπερνούν τη σπονδυλική μου στήλη 
και φτάνουν τα δάχτυλα σου στη  λυγισμένη μου μέση. 

Όλα όσα ήθελα, 
μαζί σου, 
για ώρες αγκαλιασμένοι. 
Τα χείλη μου καψαλίζουν τη σάρκα σου 
καθώς σε φιλάω στο λαιμό, 
ρουφώντας το άρωμα του σώματος σου. 
Τα χέρια μου να επαφίενται στους ώμους σου 
και τα ακροδάχτυλά μου να ακουμπούν το σβέρκο σου, 
αίσθηση που μένει.

Και έφυγε ο ήλιος 
και το φεγγάρι έτσι μας βρήκε αγκαλιά. 
Και έπρεπε να φύγεις. 
Σε αποχαιρέτησα με ένα ακόμη φιλί 
και σε πήρε ο δρόμος μακριά μου 
δίνοντας μου βροχή να με συντροφεύει στη μελαγχολία. 


Και σήμερα, 
με την πρώτη ευκαιρία 
χαράσσω το όνομα σου στην άμμο...



τώρα που αρχίζω να σε συνηθίζω, 
μου λείπεις τόσο πολύ όταν δεν είσαι εδώ...

*

Παρασκευή 15 Οκτωβρίου 2010

Πίσω από το παράθυρο

Μορφή από το παράθυρο εμφανίζεται. 
Παρακολουθεί κρυφά κάθε μου βήμα, με ακολουθεί. 
Κανείς δεν κοιτά πίσω απ' τα παράθυρα τι γίνεται, 
ποια σκιά κρύβεται. 


Πλέκω τα δάχτυλα μου στα μαλλιά μου, 
κίνηση μηχανική που άθελά μου συχνά κάνω. 
Σηκώνω το κεφάλι και τον βλέπω. 
Συναντιέται το βλέμμα του με το δικό μου 
απ' το ανοιχτό παράθυρο, και αποτραβιέται. 
Φόβος; αμηχανία; 
μια χαραμάδα άνοιγμα μένει και τον ψάχνω. 
Βλέπω τα δάχτυλα του να ακουμπούν πάνω στο σκούρο τζαμί 
αλλά πρόσωπο χαμένο το δικό του. 
Χαμένος πάλι στη σκιά. 


Προχώρησα 
Τα μάτια του πάνω μου κόλλησε ενώ εγώ συνέχισα να περπατάω. 
Τα ένιωθα την πλάτη μου να τρυπάνε 
βγάζοντας κραυγές μοναξιάς. 
Και μούδιασα, 
εκεί στη μέση του δρόμου, 
ζαλίστηκα και άρχισα τον έλεγχο 
να χάνω του κορμιού μου, 
τα γόνατά μου κόπηκαν 
σαν τσεκούρι κοφτερό πάνω τους να έπεσε 
και χύθηκα χωρίς πνοή, 
στη μέση εκεί του δρόμου. 
Κανείς δεν κοίταξε, κανείς δε νοιάστηκε, 
μόνο η σκιά εκείνη από την ανοιχτή ακόμη χαραμάδα 
μου ψιθύριζε συγνώμη... 


Άνοιξα τα μάτια και τον άκουσα, 
κοίταξα έξω και τον είδα. 
"Συγνώμη", 
μου είπε ξανά και έφυγε. 
Και έμεινα φυλακισμένη εγώ τώρα, 
τη θέση του να απολαμβάνω στις σκιές. 
Άνοιξα εντελώς το παράθυρο.
Άνθρωποι πήγαιναν, έρχονταν, 
κανείς δε σταματούσε, κανείς δεν κοίταζε προς το μέρος μου. 
Πήρα τη θέση εκείνου και τον ελευθέρωσα. 
Ικανοποίηση ένιωθα 
και ας ήμουν αόρατη πια, 
τυλιγμένη στην ομίχλη του αγνώστου.

Δευτέρα 11 Οκτωβρίου 2010

σαν γατάκι...

Δεν απλώνομαι. 
Στο κρεβάτι σαν γατάκι κουρνιάζω 
στην αγκαλιά σου 
για να ζεσταθω από το κρύο. 

Τρίβομαι πάνω στο σώμα σου 
παρακαλώντας για τα δάχτυλα σου 
πούπουλα 
να ταξιδέψουν στο κορμί μου, 
να ανεβεί η θερμοκρασία, 
πυρετός 
στα χείλη μου 
και να με γιατρέψεις. 

Θάλασσα ολόκληρη ο πόθος σου, 
σταγόνες δροσιάς τα φιλιά σου. 
Και γω γατάκι ανάμεσα στα πόδια σου 
να γουργουρίζω 
δεχόμενη με ευχαρίστηση τα χάδια σου.

*

Και ύστερα νυχάκια βγάζω, 
δεν αγριεύω, όχι
μα ελαφρά χαράσσω πάνω σου
κάθε μου σκέψη
κάθε μου θέλω 
για να το πραγματοποιήσω

Σε σημαδεύω,
περιοχή δική μου
που πάντα θα μένεις
Και σκίζω 
φλέβα δική σου και δική μου
ένα το αίμα να γίνει
να σε κουβαλώ πάντοτε μέσα μου.

*

Παρασκευή 8 Οκτωβρίου 2010

ΜΙΑ ΣΠΟΥΔΑΙΑ ΓΥΝΑΙΚΑ

Καταληψίες χρόνου, 
που σταματούμε για χάρη της 
τα ρολόγια της καθημερινότητας, 
εμείς γίναμε. 


Καθισμένοι σε κρύα πατώματα, 
τσιμέντου που αναταράσσεται 
από τις φωνές μας. 
Με τσιγάρα στριφτά 
και κιθάρες που αφουγκράζονται τη συγκίνηση. 


Καθισμένοι σαν σε παραλία, πλάι πλάι 
με Εκείνη φωτιά, 
να καίει στη μέση. 
Η ζεστασιά της να καλύπτει τον κρύο αέρα που φυσάει 
και να μας πλημμυρίζει θαλπωρή. 


Με μάτια βουρκωμένα, 
κρυμμένα πίσω από μαύρα γυαλιά, 
μας κοιτάει έναν έναν. 
Πρόσωπα γνωστά και άγνωστα, 
όλα με χαμόγελο ζωγραφισμένο στα χείλη, 
όλοι με μάτια που "αντίο" φωνάζουν 
καθώς πίσω την κοιτούν, 
"θα μας λείψετε". 
Και διαβάζοντας τόσα, 
αγκαλιάζει στοργικά κάθε βλέμμα, 
και κλαίει. 


Γέλια ακούγονται 
σπάζοντας την πικρή στιγμή του αποχωρισμού 
και τραγούδια που φέρνουν παλιών εποχών αναμνήσεις. 


Έπρεπε και άλλα να ακουστούν... 



Μία σπουδαία γυναίκα 
που αγάπησε και έδωσε πολλά.
Μια δεύτερη μάνα
που τυχεροί, βρήκαμε να μας περιμένει 
δίνοντας ζωή και χαρά 
στις παλιές αίθουσες, 
τους μουντούς τοίχους που μας περικύκλωναν.

Καθηγήτρια, οδηγήτρια κάθε στιγμής, 
δασκάλα ήθους και ζωής, 
που πάντα στις καρδιές και στο μυαλό μας θα μένει

Αφιερωμένο στην Κ.Μ.

Τετάρτη 6 Οκτωβρίου 2010

Σκιά στον τοίχο

Σκιά στον τοίχο,
από τις στάχτες βγαλμένη του καιόμενου.
Με κοιτά εξεταστικά και συνεχώς.
Περιμένει κάποιο ατόπημα
Κάποιο παραστράτημα
να με περιγελάσει


Χαραγμένη για πάντα εκεί
ξεχασμένη από ανθρώπου μάτι
καταδικασμένη να τους βλέπει
να ρχονται, να φεύγουν
και βήμα να μην έχει να κάνει


Εγώ στάθηκα,
ακατανόητη συμπεριφορά
Έμεινα με το βλέμμα μου καρφωμένο
να της ανταποδίδω ότι άλλοι τις στερούν
προσόχη


Τα χείλη της σφιγμένες λεπτές γραμμές
δεν άνοιγαν
προϊδέαζαν παρουσία αντρική


Τα ανόμοια της μάτια με περιεργάζονταν ασταμάτητα
τι να σκεφτόταν άραγε
ποτέ δεν θα τολμούσα να μαντέψω


Ίσως και κείνη
όπως όλοι οι άλλοι, αναρωτιώταν
Γιατί έμεινα...;
γιατί σκέκομαι εδώ μαρμαρωμένη...;
Τίποτα φαινομενικά δεν υπάρχει
παρά μια μουτζούρα,
πρόσωπο αντρικό,
σκιά κρυμμένη στον τοίχο...


Άξαφνα κινείται και βγάζει φωνή

"Φύγε..!" μου λέει και βουρκώνει

Δεν το κουνάω απ τη θέση μου

"Θα σου κάνω παρέα" της απαντώ


"Φύγε...! δεν αξίζω το βλέμμα σου και την παρουσία σου."

"Θα μείνω"

"Τρελή θα σε πουν, παράξενη, αν μαζί μου σε δουν.
Ζεις σε κόσμο που εγώ δεν έχω θέση,
ασπρόμαυρη φιγούρα γενήθηκα,
εδώ στον βρώμικο αυτό τοίχο,
να γερνώ, να ξεθωριάζω με το χρόνο"

"Έτσι είναι όλοι,
φυλακισμένοι οικειοθελώς σε ασπρόμαυρη ταινία
χωρίς να ζουν πραγματικά
χωρίς να αγαπάνε
περιμένουν άπραγοι το τέλος


Εγώ όμως πράττω διαφορετικά
και μεθώ πίνοντας τη ζωή
χορεύω φορώντας όλα τα χρώματα της πλάσης
και τραγουδώ σκορπίζοντάς τα,
γλυκιά μελωδία για να πείσω κι άλλους να με ακολουθήσουν.





Έλα μαζί μου,

μόνο εσύ να τους διδάξεις μπορείς
γιατί η καρδιά σου
σχεδιασμένη να μη φαίνεται
κάτω από το πουκάμισό σου
χτυπάει πιο δυνατά από πολλές άλλες

έλα μαζί μου..."

Γκρίζες σταγόνες, βρόχινες,
έσταξαν στον τοίχο
και η σκιά σαν να λυτρώθηκε
από λόγια που αιώνες περίμενε να ακούσει
...χάθηκε
αφήνοντάς με πίσω ακόμη να κοιτώ και να προσμένω.