Παρασκευή 30 Απριλίου 2010

Μοναξιά

Το να σε περιτριγυρίζουν εκατοντάδες άτομα δεν σημαίνει απόλυτα πως δεν νιώθεις μόνος. Η μοναξιά ακόμη και τότε ξέρει πώς να σε πλησιάσει. Μία αδιάφορη ματιά, μία γρήγορη προσπέραση, ένα κενό βλέμμα, σε κάνουν από τη μια στιγμή στην άλλη να αισθάνεσαι τόσο αποκομμένος. Το βήμα επιβραδύνει, ο χρόνος σιγά-σιγά παγώνει ενώ τα μάτια γδύνουν με ταχύτητα φωτός την ατμόσφαιρα ψάχνοντας απεγνωσμένα ένα οικείο πρόσωπο μέσα στο γεμάτο σκιές όχλο.

Αλίμονο αν το πρόσωπο δεν βρεθεί! Τότε η ψυχή γεμίζει μονομιάς απελπισία και θλίψη. Χάνεται μέσα σε μάταιες σκέψεις και σκόρπιες εικόνες προσπαθώντας ακόμα να εντοπίσει κάποιον γνωστό της, κάποιον που θα λάμψει και θα ξεχωρίσει από την άγνωστη μάζα που την περιβάλλει. Γυρεύει ένα ζεστό χαμόγελο, ένα φιλικό χτύπημα στον ώμο, μια ασφαλή αγκαλιά να κουρνιάσει μέσα της, μα αντί γι’ αυτά την κατακλύζει η ψυχρότητα και η συνεχής απόρριψη του κόσμου.

Κυριακή 25 Απριλίου 2010

χαμός

Πήρε μια βαθιά ανάσα και προχώρησε. 
Μπήκε καθυστερημένη στην αίθουσα.
Έκλεισε την πόρτα πίσω της και κοίταξε την τάξη. Καθισμένοι ήσυχα ένας ένας στα θρανία τους (προληπτικά μέτρα κατά του νέου ιού της γρίπης) την κοιτούσαν. 
Πολλά ήταν διαφορετικά σήμερα. Είχε μία εβδομάδα να δώσει το παρόν μα σε αυτές τις μόλις εφτά ημέρες είχε αλλάξει πολύ. Τα χρόνια της που μέχρι τώρα δεν φαινόντουσαν είχαν γραφτεί πια στο πρόσωπό της μέσω των χαραγμένων της ρυτίδων, 52. Τα χείλη τις είχαν κρεμάσει από μία βαθιά μελαγχολία, τα μάτια της πίσω από τα γυαλιά μυωπείας εμφανίζονταν κουρασμένα, πρισμένα από το κλάμα και με μελανές σακούλες αϋπνίας κάτωθέν τους. 
Εκείνη προχώρησε προς την έδρα με γρήγορα βήματα μα σε αντίθεση με τις άλλες φορές τα έσερνε, πιο βαριά μα παράλληλα ασταθή. Απέστρεψε το βλέμμα της από τους μαθητές και τις μαθήτριες, θέλοντας να μην βλέπει τη λύπησή τους και ξεκίνησε αδιάφορα το μάθημα.
"Ποιος ασχολήθηκε με τις ασκήσεις;" ... φωνή βοώντως εν τη ερήμο...
Κάποιος μαθητής σηκώθηκε μετά από δύο λεπτά στο πίνακα και άρχισε να λύνει την άσκηση. Τον κοιτούσε αλλά το βλέμμα της φαινόταν να τον διαπερνά και να χάνεται σε άλλο πλανήτη. Όλη μέρα το μόνο που άκουγε από συναδέλφους καθηγητές και μαθητές ήταν "Συλλυπητήρια" άλλη μια φορά να το άκουγε ένιωθε πως θα εκραγή.
"...κυρία;" Η φωνή του μαθητή την επανέφερε λίγο και αμέσως σηκώθηκε να τον βοηθήσει. Με την λευκή κιμωλία να αντιτίθεται στα μαύρα που φορούσε άρχισε να λύνει την άσκηση γυρίζοντας την πλάτη της στα αδιάκριτα βλέμματα των παιδιών. 
Έτσι κύλησε και η υπόλοιπη ώρα του μαθήματος . Η φωνή της, που μέχρι πρότινως ακουγόταν μέχρι το γραφείο των καθηγητών όταν έκανε μάθημα στο Β2, έβγαινε πολλές φορές βραχνή, αδύναμη από μέσα της. Οι μαθητές του τμήματος, που κάφροι καθώς είναι από την αρχή της χρονιάς της έκαναν δύσκολή τη ζωή και οι μαθήτριες που σχημάτιζαν πηγαδάκια μη δίνοντάς της σημασία, σήμερα αμίλητοι, αγέλαστοι, πληροφορημένοι για το χαμό της μητέρας της, απλά την κοιτούσαν. 
Και χτύπησε το κουδούνι. Δεν κάθησε να τους βάλει ασκήσεις για το σπίτι, άνοιξε πριν τους μαθητές την πόρτα της αίθουσας και βγήκε έξω. Κατέβηκε γρήγορα τις σκάλες και τρέχοντας σχεδόν εξήλθε από την είσοδο των καθηγητών στην αυλή. Βιαστικά άναψε τσιγάρο. Τα χέρια της έτρεμαν και από τα μάτια της άρχισαν να κυλούν δάκρυα. "Μάνα πού είσαι;"

Δευτέρα 19 Απριλίου 2010

Παίζοντας με το χρόνο

Έχουν υπάρξει άπειρες φορές που θέλω να γυρίσω το χρόνο πίσω. Να ξαναρχίσω κάτι από την αρχή και να το κάνω διαφορετικά, εφόσον θα έχω μάθει από τα τυχόν λάθη μου. Ή απλούστατα να ξαναζήσω κάτι μαγικό, κάτι που κράτησε λιγότερο απ’ όσο ήθελα, λιγότερο απ’ όσο χρειαζόταν, μα ήταν υπέροχο.
    Υπάρχουν πάλι φορές, που εύχομαι να μπορούσα να μεταφερθώ στο μέλλον. Είτε είμαι ανυπόμονη να ζήσω ένα γεγονός, οπότε «τρέχω» τον χρόνο θέλοντας να φτάσει η πολυπόθητη στιγμή, είτε προσπαθώ απεγνωσμένα να ξεφύγω από μία άλλη την οποία, ικέτισσα παρακαλώ να τελειώσει όσο πιο γρήγορα και πιο ανώδυνα μπορεί.
    Επίσης έχω ζήσει στιγμές, όπου θα ήθελα ο χρόνος να παγώσει, να σταματήσει να κυλά αδιάφορος από μπροστά μου. Αυτό όμως είναι και το μοναδικό που έχω πετύχει. Μέσω μίας αγαπημένης ενασχόλησης, της φωτογραφίας, αποθανατίζω κάθε στιγμή και γεγονός που θέλω να μείνει χαραγμένο στη μνήμη μου, όπως ακριβώς το έζησα. Μόνο έτσι κερδίζω λίγους πόντους απέναντι στη «μάχη» μου με το χρόνο, αλλά ούτε να σκεφτώ την ελπίδα για νίκη, γιατί απλούστατα δεν υπάρχει, για μένα.
    Οι μόνοι που βγήκαν κερδισμένοι από αυτή την μάχη –και μπορεί να βγουν κι άλλοι στο μέλλον- είναι όσοι πεθαίνοντας έμειναν ζωντανοί. Ίσως να ακούγεται λίγο οξύμωρο μα είναι η μεγάλη αλήθεια. Συγγραφείς, ποιητές, φιλόσοφοι, ζωγράφοι, γλύπτες, εφευρέτες, μα και θαρραλέοι πολεμιστές έφυγαν από τη ζωή κι όμως τα πνευματικά τους έργα, ή ανάλογα τα ηρωικά τους κατορθώματα και οι εφευρέσεις τους, έχουν μείνει ζωντανά να τους θυμίζουν μέσα στα χρόνια που περνούν.
    Ο άνθρωπος χάρη στις ανακαλύψεις του κατάφερε μέσω της φωτογραφικής μηχανής να αιχμαλωτίσει τον χρόνο στο χαρτί.
    Ποιος ξέρει τι θα επακολουθήσει…
    Όλοι προσπαθούμε να κάνουμε ΚΑΤΙ στη ζωή μας, παλεύοντας για την υστεροφημία μας…
    Όλοι παίζουμε με τον χρόνο, κάθε μέρα, κάθε ώρα, κάθε λεπτό και δευτερόλεπτο που περνά…

Παρασκευή 16 Απριλίου 2010

Βροχή


Είναι μαγευτική η βροχή, που γενναιόδωρα ποτίζει, μεθά το ξερό έδαφος. Ξεπλένει τους ανθρώπους και όλα όσα βρίσκονται στο διάβα της. Απομακρύνει τις σκοτούρες, τα προβλήματα, το άγχος και αφήνει αδιάφορα, μελαγχολικά μάτια και πράσινα φύλλα γεμάτα δροσοσταλίδες.
Πέφτει καλύπτοντας κάθε θόρυβο, σκεπάζοντας καθετί άσχημο και επικίνδυνο. Οι σταγόνες της σκίζουν τον ουρανό και τρέχουν βιαστικές να γίνουν ένα με τη γη, με το χώμα που πατάμε. Απλώνουν τριγύρω τη δροσιά τους και φαντάζουν όαση μέσα σε απέραντη έρημο.

Η βροχή κάποιες στιγμές κοπάζει, μα ένα μπουμπουνητό, μια αστραπή, αρκούν για να κάνουν τις σταγόνες να χορεύουν μέσα στο απαλό αεράκι ξανά, γρήγορα και ρυθμικά. Όταν όμως σταματήσει εντελώς, στερεύουν τα σύννεφα, δεν έχουν άλλα δάκρυα να χύσουν. Η μελωδία που πριν πλημμύριζε την ατμόσφαιρα, χάνεται. Το μόνο που μένει είναι το πολύχρωμο ουράνιο τόξο, οι λακκούβες που έχουν σχηματιστεί εδώ και κει και η υπέροχη, ξεχωριστή μυρωδιά του φρεσκοποτισμένου χορταριού.

Τετάρτη 14 Απριλίου 2010

Πέρασαν δευτερόλεπτα, ίδια με ώρες ολόκληρες. Δε μιλούσε κανείς μας. Πίστεψα πως εξαντλήσαμε πια όλα τα θέματα. Γι αυτό δεν έλεγα κουβέντα. Όσο για λόγια καρδιάς, φοβόμουν την απόκριση σου. Συνήθως με αποπέρνεις, λες ότι βιάζομαι, ή υπερβάλω.
Εσύ δεν μιλούσες, γενικά ήσουν χαμένος στις σκέψεις σου σήμερα. Με στενοχωρούσε η μελαγχολία που διέκρινα στη φωνή σου. Ξαφνικά μέσα στη μονοτονία της απόλυτης σιωπής σε άκουσα. Η φωνή σου φαινόταν να βγαίνει απευθείας από την καρδιά σου. Σιγανή, μα με σθένος.


"Είσαι η ζωή μου μικρή...
κι ακόμη να το καταλάβεις..."  

εγώ συνέχιζα να μη μιλάω...
Πάντα με άφηναν και με αφήνουν άφωνη οι απότομες εξομολογήσεις σου. Ένιωσα όμως τόσο όμορφα. Ήταν υπέροχο και πάνω απ όλα μου το ψιθύρισε η καρδούλα σου που παρά τα όσα περνάει κάθε μέρα και κουράζεται γέρνει σε μένα για παρηγοριά και γω με λαχτάρα ανοίγω τη δική μου και την κλείνω μέσα στο στήθος μου. Την προστατεύω αγόρι μου, από την καθημερινότητα που την εξαντλεί... Από τις όποιες απογοτεύσεις που δέχεται...
Και πάντα αυτό θα κάνω είτε μου το ζητάς είτε όχι...
Θα είμαι κοντά σου... ακόμη κι όταν πέφτεις στη σιωπή...

Σάββατο 10 Απριλίου 2010


Αυτό που μπορούσα άνετα να δω ήταν το δεξί μέρος του προσώπου σου.
Αχ τι όμορφα πλασμένο που ήταν το πρόσωπό σου!
Τα ζυγωματικά που έφτιαχναν σκάλες ανάμεσα στα μάτια
και στο πηγούνι σου...
Αναρωτιόμουν τι χρώμα έχουν τα μάτια σου...
Το φως που έπεφτε πάνω τους όταν γύριζες προς το μέρος μου
τα έβαφε με χρυσό, πιο λαμπερό κι από τον ήλιο...
θα θελα να χωθώ μέσα τους για να διακρίνω το χρώμα που τα διακοσμεί...
αχ και πόσο θα θελα να φιλήσω τα χείλη σου...
Έτσι όπως έπαιζαν νευρικά,
όπως περνούσες τη γλώσσα σου πάνω τους...
Έτσι σαρκώδη, τα φανταζόμουν κολλημένα στα δικά μου για ώρες...
Δεν θα ξεχάσω τη στιγμή που γύρισες ολόκληρο το πρόσωπο σου,
και με κοίταξες...
Το βλέμμα μου έπεσε στα χείλη σου,
υγρα όπως ήταν, μισανοιχτα,
θέλησα να μπίξω τα δόντια μου μέσα τους...
Να τα νιώσω να ματώνουν και να γευτώ τη γλυκιά,
χάλκινη γεύση του αίματός σου στη γλώσσα μου...
Να ανακατευτεί με το δικό μου αίμα...
Και ξάφνου είδα τα μάτια σου...
Τα καστανοπράσινα διαμάντια που σε έκαναν να μοιάζεις με αγγελο.
Κοιταχτηκαμε και χάθηκα μέσα τους...
Ευχήθηκα να μπορούσε να σταματήσει ο χρονος
ή τουλάχιστον να με κοιτάζεις αιωνίως...
Όταν τα μάτια μου συνάντησαν τα δικά σου,
το βλέμμα σου από γαλήνιο που ήταν σκοτείνιασε κάπως,
πονήρεψε... Και τι δεν θα δινα να μουν μέσα στο μυαλό σου...
Να ακούσω τις σκέψεις σου,
να εμπλουτισω τις φαντασιώσεις σου
και ύστερα να τις πραγματοποιήσω μια μια...
Άνοιξες το στόμα σου κάτι να πεις,
η φωνή σου ξεχύθηκε από μέσα του
σαν γάργαρο νερό απόκρυφης πηγής...
Δεν άκουσα τι είπες, άκουγα την υπεροχή μελωδία της φωνής σου
και κοιτούσα τα χείλη σου που κινούνταν
σχηματίζοντας στο τέλος το πιο φωτεινό χαμόγελο...